παραδάκι

παραδάκι
το
χρήμα ή χρήματα: Πρέπει να πήρατε αρκετό παραδάκι από την πούληση των καπνών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραδάκι — το (στον εν. και στον πληθ.) χρήματα, λεφτά φρ. «τό φυσάει το παραδάκι» ή «έχει πολλά παραδάκια» έχει πολλά χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. παράδ ες τού παράς + υποκορ. κατάλ. άκι] …   Dictionary of Greek

  • -αδάκι — κατάληξη υποκοριστικών, π.χ. φτωχ αδάκι, βορι αδάκι, ντολμ αδάκι. Αποτελεί επεκτεταμένη μορφή τής υποκοριστικής καταλήξεως άκι από την κατάληξη τού πληθ. αδες, π.χ. παράς παράδες παραδάκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”